- γυναικοκρατοῦνται
- γυναικοκρατέομαιto be ruled by womenpres ind mp 3rd pl (attic epic doric)γυναικοκρατέωpres ind mp 3rd pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γυναικοκρατούμαι — γυναικοκρατήθηκα, κυριαρχούμαι από τις γυναίκες: Ορισμένες πανεπιστημιακές σχολές γυναικοκρατούνται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)